- βολίδων
- βολίςmissilefem gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αστροναυτική — Επιστήμη η οποία οφείλει την ανάπτυξή της στην προσπάθεια κατάκτησης του Διαστήματος. Η α. είναι το σύνολο των θεωρητικών ερευνών και των πρακτικών εφαρμογών σχετικά με την κίνηση οχημάτων στο Διάστημα, που ξεκινούν από τη Γη, προωθούνται με… … Dictionary of Greek
βολιδοθήκη — η μεταλλικό περίβλημα των βολίδων βολιδοφόρων βλημάτων … Dictionary of Greek
διάστημα — Ο ενδιάμεσος χώρος ή χρόνος· χρονική ή τοπική απόσταση. Ο όρος αναφέρεται, επίσης, στον αχανή χώρο που εκτείνεται πέρα από την ατμόσφαιρα της Γης, στον οποίο κινούνται τα ουράνια σώματα. (Για περισσότερα στοιχεία σχετικά με τις ανθρώπινες… … Dictionary of Greek
επιμολύβδωση — η 1. η επικάλυψη μεταλλικής επιφάνειας με στρώμα μολύβδου 2. λεπτότατη επίστρωση μολύβδου στην εσωτερική επιφάνεια τής κάννης τού όπλου που οφείλεται σε παρατεταμένη χρήση μολύβδινων βολίδων. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + μολυβδώνω. Η λ. στον λόγιο τ.… … Dictionary of Greek
σφήνωση — η / σφήνωσις, ώσεως, ΝΜΑ [σφηνῶ, ώνω] το σφήνωμα νεοελλ. στρ. η προσαρμογή τών βλημάτων στον σωλήνα τού πυροβόλου, καθώς και τών βολίδων στη θαλάμη τής κάννης τών τυφεκίων, πυροβόλων και πιστολιών αρχ. 1. απόκλειση, απόφραξη («διάτασιν καὶ… … Dictionary of Greek
Άρης — I Θεός του πολέμου και από τους μεγαλύτερους θεούς της ελληνικής, αλλά και της λατινικής μυθολογίας. Γιος του Δία και της Ήρας ή μόνο της Ήρας που έμεινε έγκυος με την επαφή άνθους ή της Ενυούς (γι’ αυτό και ονομάζεται Ενυάλιος), που όμως… … Dictionary of Greek
επιμολύβδωση — η 1. η επικάλυψη επιφάνειας μεταλλικού αντικειμένου με λεπτό στρώμα μολύβδου. 2. πολύ λεπτή επίστρωση μολύβδου στην εσωτερική επιφάνεια της κάννης των όπλων εξαιτίας μεγάλης χρήσης βολίδων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)